ἐπεγερτικόν

ἐπεγερτικόν
ἐπεγερτικός
awakening
masc acc sg
ἐπεγερτικός
awakening
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επεγερτικός — ἐπεγερτικός, ή, όν (Α) [εγερτικός] 1. αυτός που σηκώνει από τον ύπνο, που ξυπνά κάποιον 2. αυτός που ερεθίζει, διεγείρει («μέλος... ὁρμῆς ἐπεγερτικόν», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”